θέρετρο

θέρετρο
το (Α θέρετρον)
τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή
νεοελλ.
θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα -τρον παρεκτεταμένος τ. με -ε- (πρβλ. δέλ-ετρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέρετρο — το 1. τόπος κατάλληλος για παραθερισμό. 2. θερινή έπαυλη: Θέρετρα των αξιωματικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • σπα — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαμάια — (Mamaia). Θέρετρο της Ρουμανίας. Βρίσκεται στον Εύξεινο Πόντο, περίπου 5 χλμ. Β της πόλης Κονστάντζα, πάνω σε μια στενή λωρίδα γης που χωρίζει τη θάλασσα από τη λίμνη Σίουτγκιολ. Είναι γνωστό για το υγιεινό κλίμα του (πολύ ζεστά καλοκαίρια και… …   Dictionary of Greek

  • Σνόουντον — (Snowdon). Το μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο βουνό της Αγγλίας στη Β. Ουαλλία. Βρίσκεται ανάμεσα στη λίμνη Κουέλεν και στον αυχένα του Λάμπερις. Το Σ. έχει πέντε κορυφές, από τις οποίες η ψηλότερη είναι σκεπασμένη διαρκώς με χιόνια. Η κορυφή… …   Dictionary of Greek

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • μάντον — (Menton). Πόλη (28.812 κάτ. το 1999) της Γαλλίας στον νομό των Παραθαλάσσιων Άλπεων (Alpes Maritimes). Βρίσκεται κοντά στα γαλλοϊταλικά σύνορα, σε απόσταση 11 χλμ. από το ιταλικό θέρετρο Βεντιμίλια. Πρόκειται για διεθνές τουριστικό κέντρο με ήπιο …   Dictionary of Greek

  • ξυλόκαστρο — Μεγάλος παράλιος παραθεριστικός δήμος (6087 κάτ., υψόμ. 10), του νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16.802 κάτ.), στον οποίο ανήκουν εκτός του δήμου Ξυλόκαστρου και 25 κοινότητες. Το θέρετρο είναι χτισμένο στα παράλια του Κορινθιακού …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Άννα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 192 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 413 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”